- προπόλευμα
- προπόλευμαinstrument of serviceneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προπόλευμα — εύματος, τὸ, Α [προπολεύω] (ποιητ. τ.) 1. υπηρεσία 2. φρ. «προπόλευμα δάφνης» η ιερή χρήση ή η μαντευτική δύναμη τής δάφνης … Dictionary of Greek